στακτῆς

στακτῆς
στακτή
oil of myrrh
fem gen sg (attic epic ionic)
στακτός
oozing out in drops
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στακτή — η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν αλισίβα, σταχτόνερο αρχ. αιθέριο έλαιο, βάλσαμο που παρασκευαζόταν από τρυφερή σμύρνα (α. «στακτή τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», Ησύχ. β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”